Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής λόγος


Διογένης Ούκ εΊπεν «ει μη βασιλευς ήμην, Διογένης αν ημην», ού8' «ει μη πλούσιος και' Άργεά8ης» (oιJ γαρ προέκρινε την τύχην της σοφίας (332) oιJ8ε την πορφύρ:χν κ:χι' 2Uti οι ΑΡΧΑΙΟΙ ΚίΝΙΚΟΙ το διάδημα της πήρας και' του τρ{βωνος)' άλλ' εΙπεν «εί μη 'Αλέξανδρος ημην, Διογένης αν ημην», τουτέστιν «εί μη τα βαρβαρικα τοις Έλληνικοις κεράσαι διενοούμην και πασαν ηπειΡον έΠΙ6η έξημερωσαι, και' πέρατα γης άνερευνων και' θαλάττης ώκεανi{Ί προσερεισαι Μακεδον[αν, και την Έλλάδα σπειραι και καταχέασθαι. Γένους παντος εύδικ[αν και είρήνην, ούκ αν έν άπράκτιΡ τρυφων έξουσ{ο/ καθήμην, άλλ' έζήλουν αν την Διογένους εύτέλειαν. Νυν δε σύγγνωθι, Δι6γενες, (b) Ήρακλέα μιμουμαι και' Περσέα ζηλω, και τα Διονύσου μεΤΙ6η ίχνη, θεου γενάρχου και προπάτορος, βούλομαι πάλιν έν Ίνδ{ο/ νικωντας 'Έλληνας έγχορευσαι και' τους υπερ Καύκασον όρε{ους και' άγρ{ους των βακχικων κώμων άναμνησαι. Κάκει τινες εΊναι λέγονται στερρας και' γυμνήτιδος σοφ{ας έθάδες ανδρες ι'εροι' και αύτ6- νομοι, θεi{Ί σχολάζοντες, εύτελέστεροι Διογένους, ούδεν πήρας δε6μενοι' τΡοφην γαρ ούκ άποτ{θενται, πρ6σφατον άει' και' νέαν άπο γης έχοντες ποτον δε ποταμοι' Ρέουσι' φύλλα δ' αύτοις δένδρων άποχυθέντα και' π6α γης έγκατακλιθηναι. (c) Δι' έμε κάκεινοι Διογένη γνώσονται καΙ Διογένης έκε{νους. Δει κάμε ν6μισμα παρακ6ψαι και' παραχαράξαι το βαρβαρικον Έλληνα,η πολιτε{ο/».



ΕΙνocι ετσι γνώρισμoc τ~ς φιλoσoφικ~ς Ψυχ~ς να. ocΙσθcΧνετocι ερωτoc για. τ~ σοφίoc xoct απέρocντο θocυμocσμο για. τοuς σοφοuς ανθρώπους. τοστο χocpoc~τ~pιζε τον Άλέζocνορο οσο κocνένocν άλλο βocσιλιcΧ. Koct εχει ανocφερθει πoιcΧ ~τocν ~ στcΧσΊj του απένocντι στον' ApιστoτέλΊj xoct οη θεωροσσε πιο ακριβ6 του φίλο τον μουσικο ΆνcΧζocpχo l ... xoct εχει απο πολλοuς πocρocοοθει οη τον ΌνΊjσίκpιτo,2 τον μOCθΊjΤ~ τοσ ΔΙOγένΊj τοσ Κυνικοσ, τον τοποθέτησε επικεφocλ~ς τοσ στ6λου. ''Οτocν ομως συνOμίλΊjσε με τον '{οιο τον ΔΙOγένΊj στ~ν Κ6ρινθο, τ6σο πoΛU συγκλOνίσΤΊj- " )" ζ' " '~I .... , θ' " κε κocι σocστισε ocπο ΤΊj. ωΊj κocι ΤΊjν oc~ιoc του ocν ρωπου, ωστε συχνcΧ, οτocν τον θυμ6τocν, ελεγε οη «αν οεν ~μoυν ό 'Αλέζocνορος, θα. ~μoυν ΔιoγένΊjς», εννοώντocς με ocυτο οτι «αν οεν ΊjμOυν " με " τις πpoc~εις 'ζ φι λ' οσοφος, θ' oc κocτocπιocνομουν , με , θ εωpΊjτικα. φιλοσοφικα. ζ ψ-ήμocτoc». Δεν εΙπε «αν οεν ~μoυν βocσιλιcΧς, θα. ~μoυν ΔΙOγένΊjς», ουτε «αν οεν ~μoυν πλούσιος xoct οεν αν~­ κoc στο γένος των Άργεocοων» (γιocτt οεν εβocζε τ~ν τύΧΊj μπροστoc , ocπο , " τη σοφιoc '(332)" 'β λ' , , , ουτε ΤΊj ocσι ΙΚΊj πορφυρoc κocι το OιcΧOΊjμOC μπροστα. απο το OισcΧκκι xoct το φθocρμένο πocνωφ6- ΔΙΟΓΕΝΗΣ 207 ρι)·αλλα εΙπε «α.ν όεν ~μoυν Άλέξανόρος, θα ~μoυν ΔΙOγένΊjς», δYJλαo~: «α.ν στόχος μου όεν ~ταν να συγκεράσω τα βαρβαρικα με τα έλλψικα πράγματα κα~ φθάνοντας σ' ολες τ~ς ~πείpoυς να τ~ς εκπολιτίσω, κα~ Εξερευνώντας τα πέρατα τ~ς γ~ς κα~ τ~ς θάλασσας ως τ~ν α.κpΊj του Ώκεανου να κάνω ωστε να λέγονται Μακεόονία, κα~ να σπείρω τ~ν Έλλάόα κα~ να τ~ν προσφέρω πλουσιοπάροχα. Δεν θα επαναπαυόμουν σε μιαν α.πpαγΊj εξουσία άΠΟλαμβάνοντας με τpυφΊjλόΤΊjτα τους καρπους ~ς δικαΙOσύνΎjς κα~ τ~ς εΙρ~νΊjς το;:; κάθε εθνους άλλα θα προσπαθοuσα να μιμΊjθω στ~ν άπλότψα τον ΔΙOγένΊj. Τώρα ομως συγχώρεσέ με, ΔΙOγένΊj, μιμοuμαι τον Ήpακλ~ κα~ προσπαθω να. μοιάσω στον Περσέα, κα~ ακολουθώντας τα χνάρια το;:; Διονύσου, το;:; θε'ίκο;:; προπάτορα τ~ς γενιας μου, θέλω οί "Ελλψες , 'ψ 1:"' , "1 ~, "1:" θ ' να Χ ορε ουν '-,ανα, νΙΚΊjτες, σΤΊjν νσια, και να '-,ανα υμισουν στους όρεσίβειους, τους τραχεις ανθρώπους, πέρα απο τον Καύκασο, τα βακχικα πανΊjγύpια. Λένε πως ύπάρχουν κι εκει κάποιοι α.νθρωποι, α.γιοι κι ελεύθεροι, αφοσιωμένοι σε μια στέpεΊj σοφία, τ~ σοφία των Γυμνοσοφιστων, αφιερωμένοι στο θεό, πιο άπλo~ απο τον ΔΙOγένΊj, που όεν χρειάζονται ουτε όισάκκι: γιατ~ αυτo~ όεν μαζεύουν τροφές, αλλα εχ ουν πάντοτε φρέσκια και χλωρ~ τpoφ~ απο τ~ γ~ κα~ πίνουν απο τα ποτάμια που κuλοuψ κι εχουν των δέντρων τα πεσμένα φύλλα κα~ τ~ χλόΊj για να πλαγιάζουν. XάpΊj σ' εμένα θα γνωρίσουν κι εκεινοι οί σoφo~ τον ΔΙOγένΊj, κι ό ΔΙOγένΊjς εκείνους. Πρέπει κι εγω να παpα.πoι~σω το νόμισμα. κα,ι να πα,ραχα.ρά.ξω στο βαρβαρικο τ~ σφραγίόα τ~ς έλλψικ~ς πολιτείας».